- προσεπισκώπτω
- Απεριπαίζω επί πλέον, προσθέτω και άλλες κοροϊδίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπισκώπτω «περιπαίζω, περιγελώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπισκώπτουσα — προσεπισκώπτω jest besides pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπέσκωψε — προσεπισκώπτω jest besides aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)